Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μῆλον περσικόν

См. также в других словарях:

  • μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… …   Dictionary of Greek

  • бросквина — брусквина персиковое (дерево), Persica vulgaris , укр. бросквиня – то же, заимств. из польск. broskiew, brzoskiew, др. польск. brzoskinia, которое вместе с др. чеш. břeskev восходит через ср. в. н. pfersich персик к лат. mālum persicum, греч.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Pfirsich — Pfirsichbaum Pfirsichbaum (Prunus persica) Systematik Ordnung: Rosenartige (Rosales) Familie …   Deutsch Wikipedia

  • Pfirsiche — Pfirsichbaum Pfirsichbaum (Prunus persica) Systematik Klasse: Dreifurchenpollen Zweikeimblättrige (Rosopsida) …   Deutsch Wikipedia

  • Prunus persica — Pfirsichbaum Pfirsichbaum (Prunus persica) Systematik Klasse: Dreifurchenpollen Zweikeimblättrige (Rosopsida) …   Deutsch Wikipedia

  • PEACH — (Heb. פַּרְסֵק or אֲפַרְסֵק, mishnaic), the tree and the fruit of the Persica vulgaris (Prunus persica). This tree was first grown in Ereẓ Israel during the Greco Roman era, hence its name afarsek, i.e., Persian apple in the Mishnah (Gr. μῆλον… …   Encyclopedia of Judaism

  • κιτριά — Εσπεριδοειδές φυτό της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο κατάγεται από την Ινδία. Η επιστημονική του ονομασία είναι κίτρο το μηδικό. Ήταν γνωστό στους αρχαίους Έλληνες, όπως αναφέρει ο Θεόφραστος, και ο καρπός του, το κίτρο,… …   Dictionary of Greek

  • οξύμαλον — ὀξύμαλον και ὀξύμηλον, τὸ (Α) φρ. «ὀξύμαλον Περσικόν» (στη Λακωνία) ονομασία τού δαμάσκηνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μᾱλον / μῆλον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»